Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου
Η Επανάσταση του 1866 – 1869 υπήρξε η σπουδαιότερη από τις συχνές Επαναστάσεις που αποτόλμησε η Κρήτη για την ένωσή της με τη μητέρα Ελλάδα.
Η αντίσταση, η άμυνα και το θρυλικό Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, αποτελεί σίγουρα το συγκλονιστικότερο, και το ηρωικότερο επεισόδιο του τιτάνιου και άνισου εκείνου αγώνα.
Ο αγώνας του 1866 είχε ήδη αρχίσει. Οι δυνάμεις που τον ενίσχυαν, παρέρχονταν τόσο από το νησί, όσο και έξω από αυτό. Επιτροπές βοήθειας του Κρητικού αγώνα είχαν συσταθεί στην Αθήνα και στην Σύρο . άφθονα πολεμοφόδια, όπλα και εθελοντές κατέφθαναν συνέχεια στο νησί με την ανοχή και κρυφή σύμπραξη της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Ο Σουλτάνος αμέσως με την έναρξη της, ζήτησε και πέτυχε να εξασφαλίσει τη βοήθεια και τη συνδρομή του Ισμαήλ Πασά της Αιγύπτου, και μαζί με το στρατό που έστειλε στην Κρήτη, έστειλε και το γέρο – Μουσταφά Πασά που γνώριζε από παλιά και καλά τους Κρητικούς, για να καταπνίξει την επανάσταση.
Ανάμεσα στους στόχους του Μουσταφά Πασά ήταν η κατάληψη της Μονής Αρκαδίου, της οποίας η στρατηγικής σημασίας θέση δέσποζε και ήταν συνδετικός κρίκος των τριών επαρχιών Ρεθύμνου, Μυλοποτάμου και Αμαρίου, αλλά και αποτελούσε έδρα της Επαναστατικής επιτροπής Ρεθύμνου.
5 Νοεμβρίου ο Μουσταφάς έφθασε στο Ρέθυμνο. Από εκεί έστειλε επιστολή στον Ηγούμενο ζητώντας να διώξει την επαναστατική επιτροπή και τους επαναστάτες και να παραδώσει τα όπλα, διαφορετικά θα χτυπούσε το Μοναστήρι.
Η απάντηση που πήρε ήταν : « θα πολεμήσουμε μέχρι θανάτου ».
Μεσάνυχτα 7 προς 8 Νοεμβρίου 1866 ο Τουρκικός Στρατός προχώρησε αιφνιδιαστικά και έζωσε το Μοναστήρι από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις με 15.000 άνδρες. Παράλληλα ο Ρεσίτ Πασάς του Ηρακλείου εισβάλει στο Μυλοπόταμο και απασχολεί τους Μυλοποταμίτες για να μην επέμβουν υπέρ του Αρκαδίου.
Η χαραυγή της 8 Νοεμβρίου 1866 γιορτή των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ, βρήκε τους πολεμιστές και τα γυναικόπαιδα στη θεία λειτουργία. Μόνο η λειτουργία στο ναό της Αγίας Σοφίας, παραμονές της πτώσης της Κωνσταντινούπολης ταιριάζει να παραλληλισθεί με το σκηνικό της γιορτής αυτής. Ιερείς και εκκλησίασμα γνώριζαν από πριν πως οδεύουν προς τη θυσία.
Πριν τελειώσει η λειτουργία ακούστηκαν οι σκοποί να καλούν :
«στ’ άρματα, στ’ άρματα».
Οι πολεμιστές πιάσανε τις θέσεις τους. Ο Ηγούμενος Γαβριήλ περιέτρεχε όλες τις θέσεις και σαν άλλος Παλαιολόγος ενεψύχωνε τους πολεμιστές.
Η πολιορκία κράτησε δυόμισι μέρες. Μάταιες απέβαιναν οι λυσσώδεις επιθέσεις των Τούρκων. Οι υπερασπιστές του Μοναστηριού τους θέριζαν και τα κορμιά τους κάλυπταν τριγύρω τη Μονή. Νωρίς την τρίτη μέρα της πολιορκίας (9 Νοεμβρίου) ο Μουσταφάς παρέλαβε από το Ρέθυμνο ισχυρά πυροβόλα και ανάμεσά τους την περίφημη «Μπουρμπάδα».
Τότε μόνο κατάφεραν να γκρεμίσουν τη δυτική πύλη. Η Καρδιά του Μοναστηριού άρχισε να κτυπά άρρυθμα και να ακούγεται δυνατά ο επιθανάτιος ρόγχος του. Σε λίγο ο αυλόγυρος του μοναστηριού γέμισε από Τούρκους. Τα παλικάρια τώρα ξεχύνονται με τα σπαθιά στο χέρι και ο αγώνας γίνεται στήθος με στήθος. Άλλοι πάλι πολεμούν από τα παράθυρα των κελιών.
Τα γυναικόπαιδα βρίσκονται στην μπαρουταποθήκη. Είναι εκεί με το ατρόμητο παλικάρι τον Κωστή Γιαμπουδάκη, τον οποίο είχε διατάξει ο Ηγούμενος να βάλει φωτιά στο μπαρούτι όταν θα γέμιζε η αυλή από Τούρκους.
Στην αυλή της Μονής ο αγώνας σταμάτησε.
Δεν υπάρχουν Έλληνες ζωντανοί.
Κάποτε οι Τούρκοι ανακαλύπτουν τα γυναικόπαιδα και τρέχουν προς τα εκεί. Ο ήλιος έχει δύσει. Σπουν την πόρτα και μπαίνουν μέσα. Η ώρα της θυσίας είχε φθάσει, θα πέθαιναν τιμημένα. Συγχρόνως θα στέλνονταν στα μαύρα σκοτάδια του Άδη τόσοι διώκτες της πίστης τους.
«Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων».
Και ο Κωστής Γιαμπουδάκης (ή σύμφωνα με δημοτικό τραγούδι, ο Ανωγειανός δάσκαλος Εμμ. Σκουλάς) ανατίναξε με την πιστόλα του την πυριτιδαποθήκη. Με μιας συγκλονίσθηκε το Μοναστήρι, αντιβούιξαν οι λαγκαδιές και φωτίστηκαν τα τριγύρω μέρη.
Φωτιά , καπνός, κορμιά, πέτρες, χώμα, μια μάζα πετάχτηκαν ψηλά.
Όσοι βρέθηκαν μακριά τάχασαν.
Νόμισαν πως κάποιος εκδικητής πύρινος ποταμός ξεχύθηκε απ εκεί για να τους κατακάψει. Αν όμως δε συνέβη τέτοιο πράγμα, συνέβη κάποιο άλλο θαύμα.
Αυτή η φωτιά φώτισε τους μέχρι τότε ψυχρούς και ασυγκίνητους Ευρωπαίους και εκίνησε την συμπάθειά τους προς τον Κρητικό αγώνα.
Ωστόσο όμως το Αρκάδι στις 9 Νοεμβρίου δεν υπήρχε πια.
Από τους 964 Έλληνες πολύ λίγοι σώθηκαν και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Δεν ήταν λίγες οι ζημιές και απώλειες του Μουσταφά. Περίπου 2000 Τούρκοι σκοτώθηκαν μεταξύ των οποίων και γαμπρός του Σουλειμάν Μπέης.
Το δράμα της εθελοθυσίας του Αρκαδίου είχε μεγάλο αντίκτυπο διεθνώς. Συγκλόνισε τις ψυχές των απανταχού της γης ελευθέρων ανθρώπων καθώς ξαναθύμισε τις μεγάλες θυσίες στο Κούγκι, στο Μεσολόγγι και στα Ψαρά, αλλά και τις θηριωδίες των Τούρκων. Η διεθνής κοινή γνώμη ενεργοποιήθηκε με την διενέργεια εράνων και με τη δημοσίευση πύρινων άρθρων από τις εφημερίδες των Παρισίων, του Λονδίνου, της Βιέννης, της Τεργέστης και διαλαλούσαν στα πέρατα της Οικουμένης το γεγονός, δημιουργώντας αισθήματα συμπάθειας προς τους αγωνιζόμενους Κρητικούς.
Αντίθετα η νίκη του Μουσταφά στο στρατιωτικό πεδίο ήταν Πύρρειος, καταστρεπτική και για τον ίδιο και τον έκανε να φύγει συντετριμμένος για τη βάση του, καθώς το Αρκάδι :
Έστελνε αντιλάλημα σ’ όλη την Οικουμένη
Στην Κρήτη η ελευθεριά δε στέκεται δεμένη.
Ομιλία Αντώνη Δερμιτζάκη, μέλους Δ.Σ. Συλλόγου Κρητών Πάτρας "Το Αρκάδι"