Μανόλη Ι. Πιτυκάκη - Τα Κρητικόπουλα στη φωτιά της Μάχης
Στο συναγερμό που ξεσήκωσε στο νησί η βάρβαρη από τον αέρα εισβολή των κουρσάρων του Χίτλερ, το Μάη του 1941, δε μπορούμε να μην ξεχωρίσουμε την παρουσία των παιδιών της Κρήτης.
Ανάμεσα στον άοπλο πληθυσμό (ηλικιωμένοι άντρες, γυναίκες και γερόντοι) που αυθόρμητα και αδείλιαστα ξεχύθηκαν στους κάμπους και στις πλαγιές για ν’ αναμετρηθούν, σε μιαν άνιση και αλόγιστη πάλη, με τους πάνοπλους επιδρομείς, συχνά θα συναντήσουμε το αμούστακο Κρητικόπουλο να διεκδικεί και αυτό μια θέση στο θρυλικό εκείνο αντροπάλαιμα.
Άπειρα τα παραδείγματα της ηρωικής τους προσφοράς και της συγκινητικής αυτοθυσίας τους.
Μέσα στη φλογισμένη ψυχή τους είχε ξυπνήσει ξαφνικά το ένστικτο της ράτσας και ο σεβασμός στις προγονικές τους παραδόσεις.
Στις ολίγες τούτες γραμμές θα μνημονεύσουμε ένα μονάχα χαρακτηριστικό περιστατικό.
Μυταρά το έλεγαν το 14χρονο αγόρι. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό το πραγματικό του επίθετο ή κάποιο παρατσούκλι. Δεν έχει σημασία η λεπτομέρεια. Σημασία έχει πως στο πρόσωπό του συμβολίζεται το ηρωικό Κρητικόπουλο της γενιάς του 1941.
Από την πρώτη στιγμή που άρχισαν να πέφτουν οι αλεξιπτωτιστές βρέθηκε στη φωτιά της μάχης πλάι στους πολεμιστές με τα πρωτόγονα όπλα. Μ’ από παντού τον έδιωχναν με την περιφρονητική δικαιολογία της ηλικίας του. Τραυματίζεται το φιλότιμό του, μα δεν απογοητεύεται. Σαν αποκτήσει κι αυτός κάποιο όπλο – τούτο είναι το όνειρό του –, θα τους αποδείξει πως έχουν άδικο ν’ αρνούνται την προσφορά του και να τον περιφρονούν.
Κάτι πρέπει να κάνει, ωστόσο, για να τον προσέξουν. Εβασάνισεν ίσως το μυαλό του ώσπου να εύρη τη λύση. Ρίχτηκε ολομόναχος σε περιπέτειες, ετρύπωσε σε στενοσόκακα, περιπλανήθηκε στα χαλάσματα όπου μπορούσε να παραμονεύει το πολυβόλο ή το αυτόματο κάποιου αλεξιπτωτιστή, από τους λίγους που γλίτωσαν, όταν μπήκαν μέσα στο Ηράκλειο τη δεύτερη μέρα της μάχης.
Και επιτέλους έτυχε αυτό που ήθελε. Μέσα στην αποθήκη του Καρτεράκη ανακαλύπτει οχυρωμένους 3 – 4 απ’ αυτούς. Κανένας δεν τους έχει επισημάνει ακόμη. Ενθουσιασμένος τρέχει τότε και συναντά μια μικτήν ομάδα χωροφυλάκων και πολιτών που πολεμούν εκεί πιο πέρα μ’ επικεφαλής τον ενωμοτάρχη Γαλανάκη.
Πλησιάζει με προφύλαξη και του ψιθυρίζει το μυστικό. Ο υπαξιωματικός φαίνεται δύσπιστος, μα ο Μυταράς επιμένει ως που κατορθώνει να τον πείσει. Παίρνει τότε εκείνος πεντέξι από τους άντρες του και με οδηγό το Μυταρά προχωρεί με προφύλαξη προς την αποθήκη. Κυκλώνει τη λυκοφωλιά κι αρχίζει η συμπλοκή. Ο μικρός πίσω από ένα χάλασμα παρακολουθεί με ασυγκράτητον ενθουσιασμό τον πρώτο του πολεμικό άθλο!
Οι σφαίρες πέφτουν βροχή και οι χειροβομβίδες σκάνε τριγύρω του. Και κείνος αδείλιαστος μένει στη θέση και παρακολουθεί την εξέλιξη, ως που με την απειλή της φωτιάς παραδίδονται οι εγκλωβισμένοι αλεξιπτωτιστές. Θριαμβευτικά ο Μυταράς προηγείται της συνοδείας που τους μεταφέρει στον καταυλισμό αιχμαλώτων. Μα επιστρέφει αμέσως, όπως η ομάδα ξεκινά για τις συγκρούσεις που γίνονται στο «Γιόφυρο» και κλουθάει από κοντά χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Κάποια στιγμή ο ενωμοτάρχης τον αντιλαμβάνεται πλάι του, καρφωμένο στο έδαφος να παρακολουθεί με άγρια λαχτάρα τη μάχη. Τον έχει μεθύσει φαίνεται η μυρουδιά του μπαρουτιού, το πυκνό ντουφεκίδι και ο κροταλισμός των πολυβόλων. Του βάζει τις φωνές και προσπαθεί να τον διώξει για να μην σκοτωθεί. Μα ο μικρός δεν το κουνάει από τη θέση του. Γαντζωμένος στο έδαφος, όπως βλέπει να κάνουν και οι άλλοι, περιορίζεται να τον κοιτάζει με το παράπονο και την ικεσία ζωγραφισμένη στο βλέμμα του.
– Βρε συ, του λέει κάποια στιγμή, αν σκοτωθώ εγώ, τι θα γίνεις;
– Αν δε βρω τουφέκι, ας σκοτωθώ κι εγώ κοντά σου, ήταν η απάντηση του Μυταρά. Μια απάντηση που αφόπλισε τον ενωμοτάρχη. Έτσι προσκολλήθηκε στην ομάδα, περιμένοντας την ευκαιρία που θα πεφτε στα χέρια του κάποιο όπλο.
Δεν έμαθα ποτέ αν πρόφτασε να εκπληρώσει κάποτε τον πόθο του, ή αν κάποια εχθρική σφαίρα κατέταξε και το αμούστακο εκείνο παιδί στο πάνθεον των άγνωστων ηρώων της εποποΐας του 1941.
Μανόλης Ι. Πιτυκάκης
Πηγή: Η Μάχη της Κρήτης (Μάιος 1941) - Έκδοση Δήμου Ηρακλείου, Μάιος 1966