Skip to main content

Breadcrumbs

Η μετάφραση του Θουκυδίδη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο


10 Οκτωβρίου 2010

Ομιλία στο Μέγαρο Λόγου και Τέχνης (10-11-2010) στα πλαίσια επιστημονικής εκδήλωσης για τον Ελευθέριο Βενιζέλο που διοργανώθηκε από το Σύλλογο Κρητών Πάτρας «Το Αρκάδι».

Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης
Oμότιμος Καθηγητής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών

Κυρίες και κύριοι,

Στο ευρύτερο κοινό δεν είναι ίσως γνωστό ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πέρα από τα τεράστια επιτεύγματά του στο χώρο της πολιτικής, έχει να παρουσιάσει και ένα άλλο σημαντικότατο επίτευγμα, στο χώρο όμως της πνευματικής ζωής: τη μετάφραση των οκτώ βιβλίων της Ιστορίας του Θουκυδίδη.

Οφείλω όμως να διευκρινίσω, εκ προοιμίου, ότι σκοπός της αποψινής μου ομιλίας δεν είναι η εξέταση φιλολογικών προβλημάτων σχετικών με το κείμενο της μετάφρασης αυτής, πράγμα που θα απαιτούσε ακροατήριο αποτελούμενο, κατά το μάλλον ή ήττον, από φιλολόγους. Όταν επέλεξα το θέμα της ομιλίας μου, πρόθεσή μου ήταν να διερευνήσω τους λόγους για τους οποίους ο Βενιζέλος μετέφρασε τον Θουκυδίδη, και, παράλληλα, να παρουσιάσω μια άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του, ευρύτερα άγνωστη, αυτήν του διανοουμένου, του πολιτικού που οι πράξεις του δεν ήταν απόρροια συμπτώσεων ή αποφάσεων της στιγμής, αλλά απότοκος μιας συγκροτημένης βιοθεωρίας, που διαμορφώθηκε χάρη στην πολύχρονη και αδιάλειπτη επαφή του με τον κόσμο των βιβλίων, δηλαδή με την περιοχή του πνευματικού προβληματισμού• περιοχή που υποχρεώνει το άτομο σε μια εσωτερική αναδίπλωση, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση οιουδήποτε εγχειρήματος στην καθ’ ημέραν πρακτική ζωή.

Όσοι γνώρισαν από κοντά τον Βενιζέλο βεβαιώνουν ότι ο λίγος χρόνος που του έμενε, από την έντονη πολιτική δραστηριότητα, ήταν πάντα αφιερωμένος στο διάβασμα. Στο γραφείο του και μέσα στην κρεβατοκάμαρά του ήταν μονίμως σκορπισμένα ποικίλα βιβλία: βιβλία λογοτεχνικά, ελληνικά και ξένα, βιβλία ιστορικά και φιλοσοφικά, αλλά και δοκίμια και μελέτες πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού περιεχομένου.

Στη βιβλιοθήκη του περίοπτη θέση κατείχαν τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, για την οποία ο μεγάλος πολιτικός ένιωθε απεριόριστο θαυμασμό. Σύμφωνα με μαρτυρίες συνεργατών και φίλων του, ήταν σε θέση να διαβάζει αρχαιοελληνικά κείμενα, ιδίως ποιητικά, όχι μόνο από μεταφράσεις αλλά και από το πρωτότυπο. Όταν μάλιστα είχε διάθεση, του άρεσε να απαγγέλλει στίχους ποιητών, τους οποίους είχε απομνημονεύσει, όπως λ.χ. από τα χορικά της Αντιγόνης του Σοφοκλή στην ωραία μετάφραση του Μάνου.

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσω ότι ο ιδιοφυής πολιτικός έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στο κείμενο της Ιστορίας του Θουκυδίδη, που φαίνεται πως είχε επηρεάσει καθοριστικά τους ιδεολογικούς και πολιτικούς του προσανατολισμούς. Στα διεθνή συνέδρια, προς επίρρωση των απόψεών του, συνήθιζε να μνημονεύει αποσπάσπατα από τον Θουκυδίδη –προπάντων από τις δημηγορίες. Ο Επιτάφιος του Περικλέους ήταν το αγαπημένο του ανάγνωσμα, επειδή ανταποκρινόταν απόλυτα στα δημοκρατικά του ιδεώδη, ενώ η μορφή του Περικλή, που με την παρουσία του σφράγισε την πορεία της αθηναϊκής δημοκρατίας, του αποκάλυπτε με σαφήνεια το πρότυπο του αληθινού ηγέτη, που και ο ίδιος ήθελε να ενσαρκώσει.

Αλλά ήδη νομίζω ότι είναι ώρα –έπειτα από τις γενικότητες που προηγήθηκαν– να απαντήσουμε στο εύλογο ερώτημα: Τι είναι αυτό που παρώθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έναν άνθρωπο, που η κύρια ασχολία του –παρά τα ευρύτερα πνευματικά του ενδιαφέροντα– ήταν η πολιτική πράξη και που δεν είχε σπουδάσει φιλολογία αλλά νομική, να καταπιαστεί με μια εργασία, που ελάχιστοι έως τότε φιλόλογοι είχαν αποτολμήσει; Ας μην ξεχνούμε ότι το κείμενο του Θουκυδίδη σε πλείστα σημεία του παρουσιάζει άκρως δυσεπίλυτα γραμματικά, συντακτικά και υφολογικά προβλήματα, που δυσχεραίνουν εξαιρετικά οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση. Ενδεικτικό των προβλημάτων αυτών είναι το γεγονός ότι στα κριτικά υπομνήματα έγκυρων εκδόσεων του Αθηναίου ιστορικού, όπως λ.χ. της Οξφόρδης, πολύ συχνά απαντάται το σχόλιο: locus desperatus, δηλαδή χωρίο ή γλωσσικός τύπος, που οδηγεί τους εκδότες ή τους μεταφραστές σε απόγνωση.

Ο Βενιζέλος ήταν αρκετά ευφυής, ώστε να αντιληφθεί ότι το έργο που ανελάμβανε ήταν απολύτως δυσανάλογο προς τα φιλολογικά του εφόδια, που βασικά ήταν αυτά που του είχε δώσει το Γυμνάσιο της Σύρου, από το οποίο είχε αποφοιτήσει το 1880, άσχετα αν, εντωμεταξύ, η αρχαιομάθειά του είχε ενισχυθεί χάρη στις δικές του προσπάθειες και τη διαρκή επαφή του με τα αρχαιοελληνικά κείμενα.

Παρά ταύτα, όπως θα πούμε και στη συνέχεια, το τελικό αποτέλεσμα του εγχειρήματός του ήταν ένα κείμενο που, αναμφίβολα, αποτελεί συμβολή στο χώρο της φιλολογικής γραμματείας. Και αυτό οφείλεται στο ότι αποδεδειγμένα εργάστηκε με εξαιρετικό ενθουσιασμό, αλλά και με θαυμαστή επιμονή και μεθοδικότητα, εξουδετερώνοντας έτσι το μεγαλύτερο εμπόδιο, δηλαδή την έλλειψη φιλολογικής υποδομής. Ο ίδιος ο Βενιζέλος στα σωζόμενα κείμενά του δεν αναφέρεται στο ζήτημα που μας απασχολεί, ούτε υπάρχει κάποια σχετική μαρτυρία φίλων ή συνεργατών του. Συνεξετάζοντας όμως όλα τα δεδομένα, θεωρώ πολύ πιθανό ότι ο ενθουσιασμός και η επιμονή, που τον διέκριναν σε όλα τα στάδια της μεταφραστικής του προσπάθειας, τροφοδοτήθηκαν –και ήδη απαντώ στο ερώτημα που τέθηκε– από μια βαθύτατη ψυχική ανάγκη, από μια εσώτατη επιθυμία, αυτήν που τον παρώθησε να μεταφράσει τον Θουκυδίδη: να σταματήσει ο εθνικός διχασμός, που είχε αρχίσει το 1915 εξ αφορμής της διαφωνίας του με το στέμμα, διχασμός για τον οποίο ένιωθε και τον εαυτό του υπεύθυνο. Το κείμενο, λοιπόν, του Αθηναίου ιστορικού, που οπωσδήποτε προσφέρει  και μαθήματα εθνικής αυτογνωσίας και ομόνοιας, σαφώς εξυπηρετούσε τους πολιτικούς του σχεδιασμούς προς την κατεύθυνση αυτή.

Αλλά είναι, νομίζω, ανάγκη να εξετάσουμε το θέμα αναλυτικότερα αρχίζοντας από την περίπτωση του ίδιου του Θουκυδίδη. Όπως είναι γνωστό, ο Θουκυδίδης στην ιστορία του περιγράφει τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων, που άρχισε το 431 και έληξε το 404 με τη νίκη των Λακεδαιμονίων και την κατάλυση της αθηναϊκής δημοκρατίας. (Ο Θουκυδίδης βέβαια αφηγείται όσα συνέβησαν ως το 411). Στον εμφύλιο αυτό σπαραγμό, που επισώρευσε αμέτρητα ερείπια στην Ελλάδα, η εμπλοκή του Θουκυδίδη υπήρξε άμεση. Το 424 εκλέχθηκε στρατηγός και τέθηκε επικεφαλής –με συστράτηγο τον Ευκλή– των δυνάμεων εκείνων, που είχαν ως αποστολή τους να προστατεύσουν τις αθηναϊκές κτήσεις στη Χαλκιδική και στα κοντινά παράλια της Θράκης. Ο Θουκυδίδης βρισκόταν στη Θάσο, όταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς και στρατηγός Βρασίδας χτύπησε αιφνιδιαστικά την Αμφίπολη. Μόλις ειδοποιήθηκε για τον επαπειλούμενο κίνδυνο από τον Ευκλή, που ήταν μέσα στην πόλη, έσπευσε σε βοήθεια με τα εφτά πλοία που είχε στη διάθεσή του, αλλά, όταν έφτασε, οι Αμφιπολίτες είχαν ήδη παραδώσει την πόλη τους. Το μόνο που κατόρθωσε ο Θουκυδίδης ήταν να σώσει το επίνειο της Αμφίπολης, την Ηιόνα.

Οι Αθηναίοι θεώρησαν υπεύθυνο για την απώλεια της Αμφίπολης τον Θουκυδίδη, ο οποίος αποφάσισε να μην επιστρέψει στην Αθήνα, είτε από φόβο για τη ζωή του είτε διότι καταδικάστηκε από τους Αθηναίους σε εξορία κατά παρότρυνση του δημαγωγού Κλέωνα, που την περίοδο εκείνη κυβερνούσε την Αθήνα. Πρόκειται για ζήτημα αδιευκρίνιστο, και το μόνο σίγουρο είναι αυτό που γράφει ο ίδιος στο πέμπτο βιβλίο της Ιστορίας του: «Ξυνέβη μοι φεύγειν την εμαυτού έτη είκοσι μετά την εις Αμφίπολιν στρατηγίαν». Σε μετάφραση Βενιζέλου: «Μου συνέβη να μείνω εξόριστος εκ της πατρίδος επί είκοσι έτη μετά την υπό την αρχηγίαν μου εκστρατείαν προς σωτηρίαν της Αμφιπόλεως». Όμως, το εικοσαετές αυτό διάστημα πολιτικής απραξίας, κατά το οποίο διέμενε, ως επί το πλείστον, στη Σκαπτή Ύλη της Θράκης, όπου είχε κτήματα, δεν έμεινε ανεκμετάλλευτο, εφόσον, αποφάσισε να γίνει ο ιστορικός του εξελισσόμενου Πελοποννησιακού πολέμου.

Μακριά από το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων και βλέποντας πλέον τα πράγματα με το μάτι του ψυχρού παρατηρητή, εγκαινιάζει ένα νέο είδος Ιστορίας στηριγμένο στη συστηματική, λεπτολόγο και επίμονη έρευνα, στην αξιολόγηση όλων των στοιχείων και στη μεθοδική και αντικειμενική έκθεση των γεγονότων. Ως τότε, η Ιστορία ήταν ένα είδος λόγου, που απευθυνόταν στο πλατύ κοινό και είχε σκοπό όχι μόνο να πληροφορήσει, αλλά και να διασκεδάσει αναμειγνύοντας το πραγματικό με το μυθώδες. Παράδειγμα ο πατέρας της Ιστορίας, ο γοητευτικός αφηγητής Ηρόδοτος.

Ο Θουκυδίδης, έχοντας διαμορφώσει τη δική του άποψη για το ρόλο του ιστορικού αλλά και, πιθανότατα, διαπιστώνοντας ότι ο πόλεμος που περιγράφει εξελίσσεται σε τραγωδία ασύλληπτης έκτασης, η οποία προοιωνίζεται μέγιστα δεινά όχι μόνο για την αθηναϊκή δημοκρατία, εξοστρακίζει από την αφήγησή του το τερπνό και προσδίδει σ’ αυτήν τη σύστοιχη και με το μέγεθος της τραγωδίας σοβαρότητα. Και, μολονότι ακολουθεί παντού την αρχή της αντικειμενικής και χωρίς πάθος αφήγησης των γεγονότων, σε κάποια σημεία της ιστορίας του αφήνει να διαφανεί ο ψυχικός του πόνος για το κατάντημα της φυλής, και την προοπτική του σκοτεινού μέλλοντος, που διαγραφόταν μπροστά της.

Νομίζω ότι ο πόνος αυτός είναι έκδηλος σε όσα λ.χ. γράφει, μεταξύ άλλων, στο 1ο βιβλίο προλογίζοντας την Ιστορία του. Διαβάζω το σχετικό απόσπασμα από τη μετάφραση του Βενιζέλου: «Η σπουδαιοτέρα  πολεμική επιχείρησις των προηγουμένων χρόνων είναι ο Περσικός πόλεμος, και του πολέμου όμως αυτού εκρίθη ταχέως η έκβασις με δύο πεζομαχίας και δύο ναυμαχίας. Ενώ ο παρών πόλεμος παρετάθη εις μέγα μήκος και συνωδεύθη από τοιαύτας συμφοράς ομοίας των οποίων δεν είχε γνωρίσει έως τότε η Ελλάς εις ίσον διάστημα χρόνου. Ουδέποτε άλλοτε τωόντι τόσαι πόλεις εκυριεύθησαν και ηρημώθησαν… Ουδέποτε εξορίαι και φόνοι υπήρξαν συχνότεροι από όσους συνέβησαν, είτε ως άμεσος συνέπεια του πολέμου είτε ως αποτέλεσμα εμφυλίων σπαραγμών».

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι, κυρίες και κύριοι, η άποψη που διατυπώνουν διακεκριμένοι κλασικοί φιλόλογοι, ότι κίνητρο της συγγραφής του Θουκυδίδη, δεν ήταν μόνο η διακρίβωση της αλήθειας για ένα τόσο σημαντικό ιστορικό γεγονός, όπως ο Πελοποννησιακός πόλεμος, και η παράδοση στους μεταγενεστέρους ενός άρτιου έργου, που θα τους εξασφάλιζε την αθανασία της μνήμης. Ο γιος του Ολόρου σκόπευε με την Ιστορία του και να διδάξει, αποκαλύπτοντας, σε όλη την έκτασή της, την τραγωδία του εμφύλιου σπαραγμού (είναι συγκλονιστικά όσα λ.χ. γράφει στο 3ο βιβλίο για την εκτεταμένη ηθική διαφθορά, που προήλθε από τον πόλεμο), και έμμεσα να προειδοποιήσει για τα δεινά που περίμεναν το ελληνικό έθνος, εάν αυτός συνεχιζόταν. Εξάλλου, ο διδακτικός σκοπός της Ιστορίας του τονίζεται από τον ίδιο στα προλεγόμενα του 1ου βιβλίου. Διαβάζω το σχετικό απόσπασμα –πάλι σε μετάφραση του Βενιζέλου: «Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την Ιστορίαν μου ίσως την καταστήσει ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα. Θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα ήδη έχουν λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Διότι την Ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθεί εις διαγωνισμόν και ν’ αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών, δια να λησμονηθή μετ’ ολίγον».

Οι εθνικές συμφορές, που συνέβησαν κατά τη διαδρομή των αιώνων –από τη μακρινή εκείνη εποχή του 5ου π.Χ. αιώνα έως τη σημερινή εποχή– ως εμφανή αποτελέσματα των εκάστοτε εμφύλιων συρράξεων, υπερακοντίζουν τις προβλέψεις και τους φόβους του Θουκυδίδη και εδραιώνουν την άποψη ότι η συγγραφή του είχε  –πέραν των επιστημονικών– και διδακτικούς σκοπούς. Το κείμενό του αποτελεί πράγματι «θησαυρόν παντοτεινόν», από τον οποίο το ελληνικό έθνος μπορεί να αντλεί πολύτιμα διδάγματα για την περαιτέρω πορεία του στο χώρο του ιστορικού γίγνεσθαι.

Αλλά επανέρχομαι στο κύριο θέμα μου, που είναι η διερεύνηση των κινήτρων της μετάφρασης του Θουκυδίδη από τον Κρήτα πολιτικό. Το Νοέμβριο του 1920 ο Βενιζέλος, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών και την εναντίον του απόπειρα δολοφονίας στο Παρίσι από δύο απόστρατους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς, ηττάται στις εκλογές και δεν εκλέγεται ούτε βουλευτής. Η Ελλάδα είναι ένα καζάνι, που βράζει από μίσος ανάμεσα στους οπαδούς του στέμματος και του Βενιζέλου. Οι μισοί Έλληνες θεοποιούν το δημιουργό της Μεγάλης Ελλάδας και ήρωα της Συνθήκης των Σεβρών. Οι άλλοι μισοί τον αποδοκιμάζουν και τον ονομάζουν Βελζεβούλη.

Ο Βενιζέλος, βαθύτατα απογοητευμένος από την τροπή των πραγμάτων, αποφασίζει να μην επιστρέψει στην Αθήνα, επειδή δεν θέλει να οξύνει με την παρουσία του τα πολιτικά πάθη.

Εξόριστος, λοιπόν, όπως άλλοτε ο Θουκυδίδης, από το Νοέμβριο του 1920 έως τον Μάιο του 1928, με διακοπή λίγων μηνών, διακατέχεται από ένα μόνιμο άγχος, που δεν είναι άλλο από το εξελισσόμενο δράμα του εθνικού διχασμού. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα δήλωσε, αμέσως μετά την απόπειρα δολοφονίας του, στο συντάκτη της παρισινής εφημερίδας «Εξέλσιορ» από το κρεβάτι της κλινικής της οδού Μπιζέ, όπου νοσηλευόταν: «Δεν θέλω να μ’ εκδικήσουν. Αποποιούμαι εντονώτατα παν αντίποινον. Ελυπήθην μεγάλως πληροφορηθείς τας εν Αθήναις εξελιχθείσας παρεκτροπάς. Ένα μόνο όνειρον είχον κατά τον βίον μου: Ελλάδα μεγαλυτέραν και ισχυράν δια της ενώσεως των τέκνων της».

Παραλείποντας ανάλογες δηλώσεις του σε άλλες περιστάσεις κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του, θα σταματήσω στην τετραετία 1928-1932, οπότε ο μεγάλος πολιτικός είναι και πάλι στο τιμόνι της ελληνικής κυβέρνησης. Σε αγορεύσεις του στη Βουλή, κατά το διάστημα αυτό, θα αναφερθεί επανειλημμένα στο ζήτημα του εθνικού διχασμού, που φαίνεται ότι είχε αφήσει βαθιές πληγές στην ψυχή του. Αγορεύοντας λ.χ. στη Βουλή την 1η Απριλίου 1932, θα εκφράσει τον πόνο της ψυχής του λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ομιλών και άλλοτε από του βήματος τούτου, είπα ότι θα ήμουν δυστυχής, εάν έκαμνον το μεγάλο ταξίδι, πριν αποκαταστήσω την ενότητα του ελληνικού λαού, εις του οποίου τον διχασμόν συνετέλεσα και εγώ».

Λίγους μήνες πριν από το θάνατό του (συνέβη στις 18 Μαρτίου 1936), βλέποντας να μαζεύονται στον ευρωπαϊκό ορίζοντα τα μαύρα σύννεφα, που προμήνυαν την καταιγίδα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, περισσότερο από κάθε άλλο θέλει να δει την πατρίδα του αρραγώς ενωμένη και ικανή ν’ αντιμετωπίσει τους νέους πελώριους κινδύνους. Στο λογοτέχνη, δημοσιογράφο και πολιτικό του φίλο Γ. Αθανασιάδη-Νόβα (το γνωστό μας με το επώνυμο Γ. Αθάνας) ο αυτοεξόριστος, και πάλι, του Παρισιού θα επαναλάβει όσα έλεγε σ’ όλους τους φίλους του που τον επισκέπτονταν εκείνη την περίοδο: «Χαίρω πολύ που είμεθα σύμφωνοι δια την επιτακτικήν ανάγκην της εθνικής ενότητος… Ακούστε με να σας εμπιστευθώ κάτι: Έχω σκουλήκι μέσα μου τον εθνικόν διχασμόν. Τον εδημιούργησε μία ιστορική περίστασις εξαιρετική. Αλλά ετράβηξε πάρα πολύ και πρέπει, επιτέλους, να τερματισθή. Θέλω, προτού πεθάνω, να ιδώ την Ελλάδα ενωμένη ψυχικώς, όπως ήτο στα 1912-13». Η εθνική ενότητα ήταν η τελευταία επιθυμία και προτροπή του μεγάλου πολιτικού.

Όσα είπαμε προηγουμένως δίνουν, νομίζω, μια πληρέστερη και πιο τεκμηριωμένη απάντηση, από αυτήν που δόθηκε στην αρχή της ομιλίας, στο ερώτημα: Γιατί ο Βενιζέλος, που δεν ήταν φιλόλογος, καταπιάστηκε με τη μετάφραση ενός τόσο δύσκολου κειμένου, όπως η Ιστορία του Θουκυδίδη. Είναι φανερό ότι ο πολιτικός που «είχε μέσα του το σκουλήκι του εθνικού διχασμού», για να επαναλάβω τα λόγια του ίδιου, δεν μπορούσε παρά να νιώσει, όσο κανένας άλλος, το μεγάλο δίδαγμα που μας στέλνει για τον εθνικό διχασμό και την κατάρα του από τα βάθη των αιώνων ένας Αθηναίος στρατηγός, που στάθηκε ο ίδιος θύμα του και που ιστόρησε τη φρικτή δοκιμασία του. Είδε τον Θουκυδίδη με το μάτι του πολιτικού, έχοντας αντιληφθεί ότι έγραψε την ιστορία του όχι για να ταλαιπωρεί τους λογίους με τις συντακτικές ιδιορρυθμίες του, αλλά για να προσφέρει στους μελετητές του «θησαυρόν παντοτεινόν», διδάγματα που αντέχουν στο χρόνο.

Ωστόσο, είναι λογικό, κυρίες και κύριοι, το μεταφραστικό εγχείρημα του Βενιζέλου να συσχετισθεί και με την προσωπικότητά του, προσωπικότητα που είχε ανεξάντλητα αποθέματα δραστηριότητας και δυναμισμού και που εκινείτο διαρκώς με καταπλήσσουσα ευχέρεια ανάμεσα στην πρακτική και στην πνευματική δραστηριότητα. Τώρα, που ο λαός με την ετυμηγορία της 1ης Νοεμβρίου 1920 τον είχε καταδικάσει σε πολιτική απραξία, ήταν φυσικό να στραφεί στην πνευματική δημιουργία, και μάλιστα σχετική με ένα θέμα που τον ενδιέφερε ιδιαίτατα. Όπως είχε εκμυστηρευθεί σε φίλους του, η μετάφραση του μεγαλύτερου ιστορικού όλων των εποχών ήταν ένα παλαιό του όνειρο. Από την άποψη αυτή, η ενασχόληση με τον Θουκυδίδη για έναν άνθρωπο, όπως ο Βενιζέλος, που πάντοτε επιζητούσε τα μεγάλα και υψηλά, ήταν κάτι που του πρόσφερε άφατη ψυχική ηδονή, εφόσον γέμιζε τις ώρες της εξορίας του με την εξόχως δημιουργική προσπάθεια να επιλύσει τα δυσχερέστατα γλωσσικά προβλήματα του αρχαίου κειμένου και να παρουσιάσει μια μετάφραση στη νεοελληνική γλώσσα προσιτή στο μέσο αναγνώστη και με τη μεγαλύτερη δυνατή νοηματική αντιστοιχία προς το πρωτότυπο.

Εξάλλου, διατηρώντας σταθερή επαφή με την ξένη διανόηση, είχε ενστερνισθεί την κυρίαρχη, και σήμερα, στους φιλολογικούς κύκλους άποψη, που με τόση σαφήνεια εκθέτει στο πολύτιμο βιβλίο του Το μεταφραστικό πρόβλημα ο αείμνηστος καθηγητής Ι. Θ. Κακριδής: Η μετάφραση ενός αρχαίου κειμένου δεν είναι μια απλή μεταγλώττιση, πράξη καθαρά μηχανική, αλλά ουσιαστική ερμηνεία, δηλαδή αναδημιουργία, που προϋποθέτει επαρκέστατη γνώση τόσο των εκφραστικών μέσων του πρωτοτύπου, όσο και του νεοελληνικού γλωσσικού οργάνου. Για τον Ελευθέριο Βενιζέλο η μετάφραση του Θουκυδίδη ορθωνόταν μπροστά του σαν μια πελώρια πρόκληση, σαν ένα μεγάλο στοίχημα, που ήταν αποφασισμένος να κερδίσει.

Όπως είπα και προηγουμένως, είχε απόλυτα συνειδητοποιήσει τις δυσκολίες του έργου που ανελάμβανε, αλλά δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ρίχτηκε στη δουλειά με όλο τον ενθουσιασμό που τον διέκρινε σε οτιδήποτε καταπιανόταν, αξιοποιώντας και τις τεράστιες διανοητικές ικανότητές του.

Ο ιδιαίτερος γραμματέας του, κατά την τριετία 1921-24, Ανδρέας Μιχαλόπουλος και ο επιμελητής της πρώτης έκδοσης Δημήτριος Κακλαμάνος μας πληροφορούν ότι ο Βενιζέλος άρχισε τη μετάφραση στο Παρίσι το 1921 και την ολοκλήρωσε το 1928. Εξακολούθησε όμως να την επεξεργάζεται  και μετά το έτος αυτό, όσο φυσικά επέτρεπε το πολύμοχθο κυβερνητικό του έργο κατά την τετραετία 1928-32, που τον απασχολούσε όχι λιγότερο από δώδεκα με δεκατέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Εργαζόταν καθημερινά πέντε έως έξι ώρες «με ευσυνειδησίαν εξ επαγγέλματος σχολιαστού ή παλαιού Βενεδικτίνου μοναχού», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Κακλαμάνος, ανάμεσα σε λεξικά και μεταφράσεις του Θουκυδίδη, στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως και σε ποικίλα σχόλια. Τίποτε δεν άφηνε ανερεύνητο. Ονόματα προσώπων, γεγονότα, τοπωνύμια, χρονολογίες, ιδιόρρυθμοι γραμματικοί και συντακτικοί τύποι, όλα περνούσαν από τον έλεγχο της οξύτατης κριτικής του σκέψης.

Το πόσο ευσυνείδητα και εξαντλητικά εργάστηκε φαίνεται προπάντων από τους 17 τόμους ανέκδοτων σχολίων του στο κείμενο του Αθηναίου ιστορικού, που σήμερα σώζονται στο «Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου» της Λέσχης Φιλελευθέρων στην Αθήνα. Κάθε τόμος περιλαμβάνει 80-100 φύλλα γραμμένα με το χέρι του ίδιου του Βενιζέλου. Στα σχόλιά του ο μεταφραστής πολύ συχνά σημειώνει τις ποικίλες ερμηνευτικές εκδοχές των ξένων φιλολόγων μαζί με την οριστική εκδοχή, την οποία ο ίδιος υιοθετεί στο κείμενό του.

Όπως ήδη θα διαπιστώσατε από τα αποσπάσματα που σας διάβασα, η γλώσσα της επίμαχης μετάφρασης είναι η καθαρεύουσα της εποχής εκείνης, απόλυτα κατανοητή και σήμερα, αν και μη ομιλούμενη. Ο μεταφραστής σεβάστηκε, όσο ήταν δυνατόν, το λεξιλόγιο του Αθηναίου ιστορικού, εφόσον πλείστες από τις λέξεις που αυτός χρησιμοποιεί επιβιώνουν και στη νεοελληνική με την ίδια σημασία –διαπίστωση, που φυσικά ισχύει σχεδόν για όλα τα αρχαιοελληνικά κείμενα  σε πεζό λόγο. Διαφορετικές λέξεις χρησιμοποιήθηκαν μόνο στις περιπτώσεις που η σημασία των αρχαίων λέξεων έχει μεταβληθεί στη νεοελληνική γλώσσα.

Η εκφραστική όμως πυκνότητα της αρχαιοελληνικής, που στον Θουκυδίδη είναι στο απόγειό της, δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί στο κείμενο του Βενιζέλου, εφόσον η νεοελληνική είναι γενικά αναλυτική γλώσσα, δηλ. χρησιμοποιεί περισσότερες λέξεις απ’ όσες η αρχαία, προκειμένου να εκφράσει μια έννοια.

Σημειώνω ακόμη ότι ο μεταφραστής μας, για να καταστήσει προσιτότερο στον αναγνώστη το κείμενό του, διασπά το μακροπερίοδο λόγο του Θουκυδίδη, δημιουργώντας μικρότερες περιόδους. Δεν διστάζει ακόμη να παραλείψει τη μετάφραση λέξεων, όταν κρίνει ότι στο νεοελληνικό κείμενο θα αποτελούσαν πλεονασμό.

Είναι αλήθεια ότι και το κείμενο του Βενιζέλου δεν είναι απαλλαγμένο από ερμηνευτικές ή φραστικές αστοχίες –ας μην ξεχνούμε ότι ο αιφνίδιος θάνατός του δεν επέτρεψε να ξαναδεί το κείμενο και να κάμει τις αναγκαίες τελικές διορθώσεις–, στο σύνολό της πάντως η μετάφραση στέκει γερά στα πόδια της και ενθουσιάζει όσους τη μελετούν, επειδή συνδυάζει τη μεταφραστική επάρκεια με μια σπάνια γλαφυρότητα λόγου. Δεν είναι, εξάλλου, συμπτωματικό το ότι η εργασία του Βενιζέλου απασχόλησε και έγκυρα διεθνή περιοδικά, όπως φαίνεται από ένα σχετικό πίνακα, που είχε καταρτίσει ο καθηγητής Ι. Θ. Κακριδής.

Με την πολλαπλώς ενδιαφέρουσα εκδοτική ιστορία της επίμαχης μετάφρασης δεν θα σας απασχολήσω, επειδή δεν εξυπηρετεί την ουσία και τον σκοπό της αποψινής μου ομιλίας. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να σταθώ σε κάποιο γεγονός, που το θεωρώ πολύ σημαντικό. Το 1998, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, τιμώντας της μνήμη του Εθνάρχη, εξέδωσε σε έναν πολυτελή τόμο τον Επιτάφιο του Περικλέους, σύμφωνα με τη μετάφραση του Βενιζέλου, με συμπαράθεση όμως του αρχαίου κειμένου, το οποίο απουσίαζε στις πρώτες εκδόσεις της. Την έκδοση, που επιμελήθηκαν οι πανεπιστημιακοί Φάνης Κακριδής και Ευρυδίκη Αμπατζή, προλογίζει ο Απόστολος Κακλαμάνης. Το 2008 επανεκδόθηκε από τη Βουλή το ίδιο κείμενο, αλλά τη φορά αυτή εμπλουτισμένο με τη μετάφραση δύο διεθνούς φήμης ελληνιστών: του C. Smith στα αγγλικά και της γνωστής μας Jacqueline De Romilly στα γαλλικά. Η έκδοση αυτή, αληθινό κομψοτέχνημα, προλογίζεται από τον Δημήτριο Σιούφα και την Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη. Διαβάζω όσα ιδιαιτέρως σημαντικά γράφει, μεταξύ άλλων, στον πρόλογό του ο Δημήτριος Σιούφας: «Είναι βέβαιο ότι η μελέτη, η μετάφραση και τα διδάγματα του Θουκυδίδη οδήγησαν τον Βενιζέλο να γράψει με την πολιτική του πράξη και παρουσία ένα μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής Ιστορίας του 20ου αιώνα».

Κυρίες και κύριοι,
Απ’ όσα λέχθηκαν ως τώρα συνάγεται, πιστεύω, το συμπέρασμα ότι η μετάφραση του Βενιζέλου δεν αποτελεί φιλολογικό παιχνίδι ενός αργόσχολου ερασιτέχνη, αλλά ένα σημαντικότατο πόνημα, εμπνευσμένη και γερά θεμελιωμένη φιλολογική δημιουργία, που ο Εθνάρχης θέλησε να προσφέρει –κατά την άποψή μου πάντοτε– ως υποθήκη στο ελληνικό έθνος, «κτήμα ες αεί», για να χρησιμοποιήσω τη θουκυδίδεια έκφραση. Το επίτευγμα αυτό δεν θα ήταν βέβαια δυνατό, αν ο Βενιζέλος δεν είχε, ήδη από τα χρόνια της νεότητάς του, μια ιδιαίτερη οικείωση με την αρχαιοελληνική γραμματεία και αν δεν ήταν σε συνεχή επαφή με τον κόσμο της σκέψης και του βιβλίου. Αυτή η αδειάλειπτη επαφή του με το χώρο της πνευματικής ζωής και δημιουργίας ήταν το ιδιαίτερο γνώρισμα του Εθνάρχη, που του επέτρεπε να αίρεται, από τα επιμέρους της καθημερινής ζωής και της πολιτικής πράξης, στα «καθόλου», να συλλαμβάνει οράματα και να τα υλοποιεί περπατώντας στις κορυφογραμμές της ιστορίας, όπως αρμόζει σ’ έναν εμπνευσμένο ηγέτη, που είναι ταυτόχρονα και ένας γνήσιος πνευματικός άνθρωπος. Και νομίζω πως στο πρόσωπο του Βενιζέλου επαληθεύεται αυτό που είχε γράψει κάποτε ο Αμερικανός στοχαστής Emerson: «Ο πνευματικός άνθρωπος είναι ο μόνος που υψώνεται επάνω από τις προσωπικές ιδιοτέλειες και ζει και αναπνέει στη σφαίρα του εποπτικού και μεγαλόπνοου στοχασμού. Είναι το μάτι του κόσμου. Είναι ακόμα η καρδιά του κόσμου».

Τιμώντας, λοιπόν, απόψε με τις δύο ομιλίες τον δημιουργό της Μεγάλης Ελλάδας, τιμούμε ταυτόχρονα τον πανθομολογούμενα ακέραιο άνθρωπο με την αταλάντευτη προσήλωση στις πνευματικές και, ιδιαίτερα, στις ηθικές αξίες, που τόσο έλειψαν στην εποχή μας. Δεν θα επιχειρήσω ηθικολογικού τύπου παραινέσεις επαναλαμβάνοντας τις επαναλήψεις. Έχω πάντως τη γνώμη ότι τις ημέρες αυτές που ολόκληρη η ανθρωπότητα, και προπάντων η χώρα μας, αντιμετωπίζει πρωτοφανή οικονομική κρίση, απότοκο μιας γενικευμένης ηθικής σήψης, αξίζει να ακουστεί η ρήση ενός διακεκριμένου Έλληνα φιλοσόφου, του Χρήστου Μαλεβίτση από το βιβλίο του Προοπτικές. Παρά τη σιβυλλική της διατύπωση, εξαίρει με μοναδικά εποπτικό τρόπο τη μεταμορφωτική δύναμη των πνευματικών αξιών, στις οποίες πρέπει να στηριχθεί, κατά κύριο λόγο, η προσπάθεια απαλλαγής μας από τα σημερινά αδιέξοδα: «Τον κόσμο τον συνθέτουν δυο υλικά η Σιωπή και το Σκότος, τα έσχατα μυστικά του σύμπαντος… Τον κόσμο τον ανασυνθέτουν δυο υλικά ο Λόγος και το Φως, αιφνίδια εξαγγέλματα αθανασίας επάνω από τα βασίλεια των θανάτων».

Σας ευχαριστώ.

Ενημερωθείτε ηλεκτρονικά για τα νέα μας.